εξαμβλωτικός

εξαμβλωτικός
-ή, -ό [εξαμβλώνω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση ή γίνεται με εξάμβλωση
2. αυτός που προκαλεί εξάμβλωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξαμβλωτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση (βλ. λ.) ή που γίνεται με εξάμβλωση: Εξαμβλωτική μέθοδος. 2. που προκαλεί εξάμβλωση, εκτρωτικός: Εξαμβλωτικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”